- ἀγχεμάχοις
- ἀγχέμαχοςfighting hand to handmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατατρέπω — (Α) 1. τρέπω σε φυγή 2. μέσ. κατατρέπομαι καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῑρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek